αποσυνθέτω — 1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του 2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει 3. παραλύω, εξαρθρώνω … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
αποσύνθεση — Η διαδικασία με την οποία σύνθετες οργανικές ενώσεις διασπώνται σταδιακά σε απλές ανόργανες με την επίδραση διαφόρων οργανισμών που λέγονται αποσυνθέτες. Τέτοιοι οργανισμοί είναι διάφορα βακτήρια και οι μύκητες, οι οποίοι δεν διαθέτουν χλωροφύλλη … Dictionary of Greek
διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ … Dictionary of Greek
εξανοίγω — και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω) νεοελλ. 1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ 2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω αρχ. μσν. ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.) αρχ. παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω … Dictionary of Greek
εξαρθρώνω — (AM ἐξαρθρῶ, όω) βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω νεοελλ. μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών») … Dictionary of Greek
εξαρμόζω — (AM ἐξαρμόζω) διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω μσν. εξαρμόζομαι παθαίνω εξάρθρωση … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
καταχωνεύω — (AM καταχωνεύω) νεοελλ. καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω |) μσν. 1. (για τη φωτιά) αποτεφρώνω 2. καίγομαι εντελώς, αποτεφρώνομαι μσν. αρχ. λειώνω, απορροφώ, αποσυνθέτω (αρχ) χύνω κάπου κάτι λειωμένο («τοῡ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον», Αππ.).… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek